Πεπαρήθῳ

Πεπαρήθῳ
Πεπάρηθος
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επαναχώρησις — ἐπαναχώρησις, η (Α) [επαναχωρώ] 1. επιστροφή («ἐγένετο δὲ καὶ ἐν Πεπαρήθῳ κύματος ἐπαναχώρησίς τις», Θουκ.) 2. υποχώρηση («μετὰ δὲ τὴν ἐκ Σικελίας ἐπαναχώρησιν», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”